Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

καί περ

  • 1 совместитель

    α. -ница, -ы θ.
    ο εργαζόμενος ταυτόχρονα σε δυο ή και περ ισσότερες υπηρεσίας• πολυθεσίτης.

    Большой русско-греческий словарь > совместитель

  • 2 Although

    conj.
    P. and V. καίπερ, περ ( enclitic) (both take the participle and are used when subject of main and subordinate clause are the same).
    Even if: P. and V. εἰ καὶ, κεἰ, ἐὰν καὶ, ἢν καί, κἄν; see Though.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Although

  • 3 Though

    conj.
    P. and V. καίπερ, περ ( enclitic).
    (Both take the participle and are used when the subject of the main and subordinate clause are the same.) Even if: P. and V. εἰ καί, κεἰ, ἐὰν καί, ἢν καί, κἄν.
    Though is often expressed by the genitive absolute. Rash girl! though Creon has forbidden it? V. ὦ σχετλία, Κρέοντος ἀντειρηκότος; (Soph., Ant. 47).
    Not though: P. and V. οὐδʼ εἰ, οὐδʼ ἐν, οὐδʼ ἤν.
    As though, as if: P. and V. ὡσπερεί.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Though

  • 4 стихия

    θ.
    1. (στους αρχαίους Ελληνες φιλόσοφους) το στοιχείο (φωτιά, νερό, αέρας, γη).
    2. μτφ. το βασικό συστατικό.
    3. ακατανίκητο και καταστροφικό φαινόμενο.
    на— τασροφικό κοινώνικό-οικονομικό φαινόμενο•

    -инфляции το καταστροφικό φαινόμενο του πληθωρισμού.

    4. περ ιβάλλον (συνηθισμένο), τρόπος ζωής.

    Большой русско-греческий словарь > стихия

См. также в других словарях:

  • περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… …   Dictionary of Greek

  • πέρ(υ)σι — (επίρρ. χρον.), τον περασμένο χρόνο: Κάθε πέρ(υ)σι και καλύτερα, κάθε φέτος και χειρότερα, για όσους βλέπουν απαισιόδοξα το μέλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Περ-Λα Σέζ — Κοιμητήριο του Παρισιού, άλλοτε κτήμα του πατέρα Λα Σεζ, εξομολογητή του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Σ’ αυτό έχουν θαφτεί σημαίνουσες προσωπικότητες όπως ο Λαφοντέν, ο Μολιέρος, ο Νοντιέ, ο Ντοντέ, ο ντε Μισέ, ο Μπαλζάκ, ο Μπερανζέ, ο Σοπέν, ο Ροσίνι, ο… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης Γουλανδρή (Αθηνών) — Στεγάζεται από το 1986 σε ιδιόκτητο κτίριο (Νεοφύτου Δούκα 4, Κολωνάκι) σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ιωάννη Βικέλα. Από το 1991 παραχωρήθηκε στο μουσείο ένα από τα ομορφότερα νεοκλασικά του κέντρου της Αθήνας στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας… …   Dictionary of Greek

  • Λάγκερκβιστ, Περ Φαμπιάν — (Pär Fabien Lagerkvist, Βάικσο 1891 – Στοκχόλμη 1974). Σουηδός συγγραφέας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, ενώ τα πρώτα του έργα, πεζά και ποιήματα, εκδόθηκαν το 1912. Τον επόμενο χρόνο επισκέφθηκε το Παρίσι, όπου επηρεάστηκε από το κίνημα… …   Dictionary of Greek

  • Λινγκ, Περ Χένρικ — (Per Henrik Ling, Λιουνγκ 1776 – Στοκχόλμη 1839). Σουηδός παιδαγωγός και ποιητής, θεμελιωτής της σουηδικής γυμναστικής. Φοίτησε στη γυμναστική σχολή Νάχτεγκαλ στην Κοπεγχάγη και άρχισε να διδάσκει οπλομαχία στο πανεπιστήμιο της Λιουνγκ (1805)… …   Dictionary of Greek

  • Σβινχουφβουντ, Περ Έβιντ — (Svinhufvud). Φιλανδός πολιτικός (Σαακσμακί 1861 Λουουμακί 1944). Συντηρητικών πεποιθήσεων, ήταν πρόεδρος του Κοινοβουλίου το 1913, αλλά το 1914 εξορίστηκε στη Σιβηρία. Μετά την επανάσταση του 1917 ξαναγύρισε στη Φιλανδία και έγινε πρωθυπουργός… …   Dictionary of Greek

  • Κλέβε, Περ Τέοντορ — (Per Teodor Cleve, Στοκχόλμη 1840 – Ουψάλα 1905). Σουηδός χημικός και μεταλλειολόγος. Διετέλεσε καθηγητής της χημείας στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα. Οι μεταλλειολογικές του έρευνες σε σπάνιες γαίες τον οδήγησαν στην ανακάλυψη δύο νέων στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • περισσεύω — και περιττεύω ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν [περισσός / περιττός] 1. πλεονάζω, ξεπερνώ τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, μένω ως υπόλοιπο («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», Ησίοδ.) 2. είμαι υπερεπαρκής, αφθονώ, έχω… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»